Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπόδειξις
ἀποδειπνίδιος
ἀποδειροτομέω
ἀποδεκατόω
ἀποδεκτέος
ἀποδεκτήρ
ἀποδέκτης
ἀποδεκτός
ἀποδενδρόομαι
ἀπόδερμα
ἀποδέρω
ἀπόδεσμος
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
ἀποδέω
ἀποδημέω
ἀποδημητής
ἀποδημητικός
ἀποδημία
ἀπόδημος
ἀποδιαιτάω
View word page
ἀποδέρω
ἀποδέρω to flay or skin completely, τὸν βοῦν Hdt.; ἀπ. τὴν κεφαλήν to take off the scalp, Hdt.:—Pass., πρόβατα ἀποδαρέντα Xen. ἀπ. τὴν δορήν to strip off the skin, Hdt.

ShortDef

to flay

Debugging

Headword:
ἀποδέρω
Headword (normalized):
ἀποδέρω
Headword (normalized/stripped):
αποδερω
IDX:
3996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3997
Key:
a)pode/rw

Data

{'content': 'ἀποδέρω\n to flay or skin completely, τὸν βοῦν Hdt.; ἀπ. τὴν κεφαλήν to take off the scalp, Hdt.:—Pass., πρόβατα ἀποδαρέντα Xen.\n ἀπ. τὴν δορήν to strip off the skin, Hdt.', 'key': 'a)pode/rw'}