Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποδειλιάω
ἀπόδειξις
ἀποδειπνίδιος
ἀποδειροτομέω
ἀποδεκατόω
ἀποδεκτέος
ἀποδεκτήρ
ἀποδέκτης
ἀποδεκτός
ἀποδενδρόομαι
ἀπόδερμα
ἀποδέρω
ἀπόδεσμος
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
ἀποδέω
ἀποδημέω
ἀποδημητής
ἀποδημητικός
ἀποδημία
ἀπόδημος
View word page
ἀπόδερμα
ἀπόδερμα ἀποδέρω a hide stripped off, Hdt.

ShortDef

a hide stripped off

Debugging

Headword:
ἀπόδερμα
Headword (normalized):
ἀπόδερμα
Headword (normalized/stripped):
αποδερμα
IDX:
3995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3996
Key:
a)po/derma

Data

{'content': 'ἀπόδερμα\n ἀποδέρω\n a hide stripped off, Hdt.', 'key': 'a)po/derma'}