Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποδειλιατέος
ἀποδειλιάω
ἀπόδειξις
ἀποδειπνίδιος
ἀποδειροτομέω
ἀποδεκατόω
ἀποδεκτέος
ἀποδεκτήρ
ἀποδέκτης
ἀποδεκτός
ἀποδενδρόομαι
ἀπόδερμα
ἀποδέρω
ἀπόδεσμος
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
ἀποδέω
ἀποδημέω
ἀποδημητής
ἀποδημητικός
ἀποδημία
View word page
ἀποδενδρόομαι
ἀποδενδρόομαι δένδρον Pass. to be turned into a tree, Luc.
ShortDef
to be turned into a tree
Debugging
Headword:
ἀποδενδρόομαι
Headword (normalized):
ἀποδενδρόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποδενδροομαι
IDX:
3994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3995
Key:
a)podendro/omai
Data
{'content': 'ἀποδενδρόομαι\n δένδρον\n Pass. to be turned into a tree, Luc.', 'key': 'a)podendro/omai'}