Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνυμι
ἀποδεικτέος
ἀποδειλίασις
ἀποδειλιατέος
ἀποδειλιάω
ἀπόδειξις
ἀποδειπνίδιος
ἀποδειροτομέω
ἀποδεκατόω
ἀποδεκτέος
ἀποδεκτήρ
ἀποδέκτης
ἀποδεκτός
ἀποδενδρόομαι
ἀπόδερμα
ἀποδέρω
ἀπόδεσμος
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
ἀποδέω
View word page
ἀποδεκτέος
ἀποδεκτέος verb. adj. of ἀποδέχομαι. one must receive from others, τι Xen. one must accept, allow, admit, τι Plat.; c. gen. pers. et part., ἀπ. τινὸς λέγοντος Plat.

ShortDef

one must receive from others

Debugging

Headword:
ἀποδεκτέος
Headword (normalized):
ἀποδεκτέος
Headword (normalized/stripped):
αποδεκτεος
IDX:
3990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3991
Key:
a)podekte/os

Data

{'content': 'ἀποδεκτέος\n verb. adj. of ἀποδέχομαι.\n one must receive from others, τι Xen.\n one must accept, allow, admit, τι Plat.; c. gen. pers. et part., ἀπ. τινὸς λέγοντος Plat.', 'key': 'a)podekte/os'}