Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποδεής
ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνυμι
ἀποδεικτέος
ἀποδειλίασις
ἀποδειλιατέος
ἀποδειλιάω
ἀπόδειξις
ἀποδειπνίδιος
ἀποδειροτομέω
ἀποδεκατόω
ἀποδεκτέος
ἀποδεκτήρ
ἀποδέκτης
ἀποδεκτός
ἀποδενδρόομαι
ἀπόδερμα
ἀποδέρω
ἀπόδεσμος
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
View word page
ἀποδεκατόω
ἀποδεκατόω to tithe, pay tithes of, πάντα NTest.; ἀπ. τινά to take tithe of him, NTest.

ShortDef

to tithe, pay tithes of

Debugging

Headword:
ἀποδεκατόω
Headword (normalized):
ἀποδεκατόω
Headword (normalized/stripped):
αποδεκατοω
IDX:
3989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3990
Key:
a)podekato/w

Data

{'content': 'ἀποδεκατόω\n to tithe, pay tithes of, πάντα NTest.; ἀπ. τινά to take tithe of him, NTest.', 'key': 'a)podekato/w'}