Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀδελφιδέος
ἀδελφιδῆ
ἀδελφίδιον
ἀδελφοκτόνος
ἀδελφός
ἀδελφότης
ἀδέξιος
ἀδερκής
ἄδερκτος
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
ἀδευκής
ἀδέψητος
ἀδέω
ἀδήϊος
ἄδηκτος
ἀδηλέω
ἀδηλία
ἄδηλος
ἀδημονέω
View word page
ἀδέσποτος
ἀδέσποτος δεσπότης without master, Plat., etc.
ShortDef
without master
Debugging
Headword:
ἀδέσποτος
Headword (normalized):
ἀδέσποτος
Headword (normalized/stripped):
αδεσποτος
IDX:
399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n399
Key:
a)de/spotos
Data
{'content': 'ἀδέσποτος\n δεσπότης\n without master, Plat., etc.', 'key': 'a)de/spotos'}