Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποδατέομαι
ἀποδεής
ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνυμι
ἀποδεικτέος
ἀποδειλίασις
ἀποδειλιατέος
ἀποδειλιάω
ἀπόδειξις
ἀποδειπνίδιος
ἀποδειροτομέω
ἀποδεκατόω
ἀποδεκτέος
ἀποδεκτήρ
ἀποδέκτης
ἀποδεκτός
ἀποδενδρόομαι
ἀπόδερμα
ἀποδέρω
ἀπόδεσμος
ἀποδέχομαι
View word page
ἀποδειροτομέω
ἀποδειροτομέω to slaughter by cutting off the head or cutting the throat, Hom.
ShortDef
to slaughter by cutting off the head
Debugging
Headword:
ἀποδειροτομέω
Headword (normalized):
ἀποδειροτομέω
Headword (normalized/stripped):
αποδειροτομεω
IDX:
3988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3989
Key:
a)podeirotome/w
Data
{'content': 'ἀποδειροτομέω\n to slaughter by cutting off the head or cutting the throat, Hom.', 'key': 'a)podeirotome/w'}