Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποδαρθάνω
ἀποδάσμιος
ἀποδασμός
ἀποδατέομαι
ἀποδεής
ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνυμι
ἀποδεικτέος
ἀποδειλίασις
ἀποδειλιατέος
ἀποδειλιάω
ἀπόδειξις
ἀποδειπνίδιος
ἀποδειροτομέω
ἀποδεκατόω
ἀποδεκτέος
ἀποδεκτήρ
ἀποδέκτης
ἀποδεκτός
ἀποδενδρόομαι
ἀπόδερμα
View word page
ἀποδειλιάω
ἀποδειλιάω to play the coward, to flinch from danger or toil, Xen., Plat.

ShortDef

to play the coward, to flinch from danger

Debugging

Headword:
ἀποδειλιάω
Headword (normalized):
ἀποδειλιάω
Headword (normalized/stripped):
αποδειλιαω
IDX:
3985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3986
Key:
a)podeilia/w

Data

{'content': 'ἀποδειλιάω\n to play the coward, to flinch from danger or toil, Xen., Plat.', 'key': 'a)podeilia/w'}