Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποδακρύω
ἀποδαρθάνω
ἀποδάσμιος
ἀποδασμός
ἀποδατέομαι
ἀποδεής
ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνυμι
ἀποδεικτέος
ἀποδειλίασις
ἀποδειλιατέος
ἀποδειλιάω
ἀπόδειξις
ἀποδειπνίδιος
ἀποδειροτομέω
ἀποδεκατόω
ἀποδεκτέος
ἀποδεκτήρ
ἀποδέκτης
ἀποδεκτός
ἀποδενδρόομαι
View word page
ἀποδειλιατέος
ἀποδειλιατέος verb. adj. of ἀποδειλιάω one must flinch, Plat.

ShortDef

one must flinch

Debugging

Headword:
ἀποδειλιατέος
Headword (normalized):
ἀποδειλιατέος
Headword (normalized/stripped):
αποδειλιατεος
IDX:
3984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3985
Key:
a)podeiliate/os

Data

{'content': 'ἀποδειλιατέος\n verb. adj. of ἀποδειλιάω\n one must flinch, Plat.', 'key': 'a)podeiliate/os'}