Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπόγονος
ἀπογραφή
ἀπογράφω
ἀπογυιόω
ἀπογυμνάζω
ἀπογυμνόω
ἀποδάκνω
ἀποδακρύω
ἀποδαρθάνω
ἀποδάσμιος
ἀποδασμός
ἀποδατέομαι
ἀποδεής
ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνυμι
ἀποδεικτέος
ἀποδειλίασις
ἀποδειλιατέος
ἀποδειλιάω
ἀπόδειξις
ἀποδειπνίδιος
View word page
ἀποδασμός
ἀποδασμός from ἀποδατέομαι a division, part of a whole, Thuc.
ShortDef
a division, part of a whole
Debugging
Headword:
ἀποδασμός
Headword (normalized):
ἀποδασμός
Headword (normalized/stripped):
αποδασμος
IDX:
3977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3978
Key:
a)podasmo/s
Data
{'content': 'ἀποδασμός\n from ἀποδατέομαι\n a division, part of a whole, Thuc.', 'key': 'a)podasmo/s'}