Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπογιγνώσκω
ἀπόγνοια
ἀπόγονος
ἀπογραφή
ἀπογράφω
ἀπογυιόω
ἀπογυμνάζω
ἀπογυμνόω
ἀποδάκνω
ἀποδακρύω
ἀποδαρθάνω
ἀποδάσμιος
ἀποδασμός
ἀποδατέομαι
ἀποδεής
ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνυμι
ἀποδεικτέος
ἀποδειλίασις
ἀποδειλιατέος
ἀποδειλιάω
View word page
ἀποδαρθάνω
ἀποδαρθάνω to sleep a little, Plut.

ShortDef

to sleep a little

Debugging

Headword:
ἀποδαρθάνω
Headword (normalized):
ἀποδαρθάνω
Headword (normalized/stripped):
αποδαρθανω
IDX:
3975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3976
Key:
a)podarqa/nw

Data

{'content': 'ἀποδαρθάνω\n to sleep a little, Plut.', 'key': 'a)podarqa/nw'}