Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀδεκάτευτος
ἀδελφή
ἀδελφιδέος
ἀδελφιδῆ
ἀδελφίδιον
ἀδελφοκτόνος
ἀδελφός
ἀδελφότης
ἀδέξιος
ἀδερκής
ἄδερκτος
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
ἀδευκής
ἀδέψητος
ἀδέω
ἀδήϊος
ἄδηκτος
ἀδηλέω
ἀδηλία
View word page
ἄδερκτος
ἄδερκτος δέρκομαι, cf. ἀδάκρυτος 1 not seeing, ἀδέρκτων ὀμμάτων τητώμενος reft of thine eyes so that they see not, Soph.; adv. -τως, without looking, Soph.

ShortDef

not seeing

Debugging

Headword:
ἄδερκτος
Headword (normalized):
ἄδερκτος
Headword (normalized/stripped):
αδερκτος
IDX:
397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n397
Key:
a)/derktos

Data

{'content': 'ἄδερκτος\n δέρκομαι, cf. ἀδάκρυτος 1\n not seeing, ἀδέρκτων ὀμμάτων τητώμενος reft of thine eyes so that they see not, Soph.; adv. -τως, without looking, Soph.', 'key': 'a)/derktos'}