Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποβρίζω
ἀποβροχίζω
ἀποβώμιος
ἀπόγαιος
ἀπογεισόω
ἀπογεύω
ἀπογεφυρόω
ἀπογηράσκω
ἀπογίγνομαι
ἀπογιγνώσκω
ἀπόγνοια
ἀπόγονος
ἀπογραφή
ἀπογράφω
ἀπογυιόω
ἀπογυμνάζω
ἀπογυμνόω
ἀποδάκνω
ἀποδακρύω
ἀποδαρθάνω
ἀποδάσμιος
View word page
ἀπόγνοια
ἀπόγνοια from ἀπογιγνώσκω despair of a thing, c. gen., Thuc.

ShortDef

despair of

Debugging

Headword:
ἀπόγνοια
Headword (normalized):
ἀπόγνοια
Headword (normalized/stripped):
απογνοια
IDX:
3966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3967
Key:
a)po/gnoia

Data

{'content': 'ἀπόγνοια\n from ἀπογιγνώσκω\n despair of a thing, c. gen., Thuc.', 'key': 'a)po/gnoia'}