Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποβολιμαῖος
ἀποβόσκομαι
ἀποβουκολέω
ἀποβρίζω
ἀποβροχίζω
ἀποβώμιος
ἀπόγαιος
ἀπογεισόω
ἀπογεύω
ἀπογεφυρόω
ἀπογηράσκω
ἀπογίγνομαι
ἀπογιγνώσκω
ἀπόγνοια
ἀπόγονος
ἀπογραφή
ἀπογράφω
ἀπογυιόω
ἀπογυμνάζω
ἀπογυμνόω
ἀποδάκνω
View word page
ἀπογηράσκω
ἀπογηράσκω to grow old, Theogn.
ShortDef
to grow old
Debugging
Headword:
ἀπογηράσκω
Headword (normalized):
ἀπογηράσκω
Headword (normalized/stripped):
απογηρασκω
IDX:
3963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3964
Key:
a)poghra/skw
Data
{'content': 'ἀπογηράσκω\n to grow old, Theogn.', 'key': 'a)poghra/skw'}