Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποβλίττω
ἀποβλύζω
ἀποβολή
ἀποβολιμαῖος
ἀποβόσκομαι
ἀποβουκολέω
ἀποβρίζω
ἀποβροχίζω
ἀποβώμιος
ἀπόγαιος
ἀπογεισόω
ἀπογεύω
ἀπογεφυρόω
ἀπογηράσκω
ἀπογίγνομαι
ἀπογιγνώσκω
ἀπόγνοια
ἀπόγονος
ἀπογραφή
ἀπογράφω
ἀπογυιόω
View word page
ἀπογεισόω
ἀπογεισόω to make to jut out like a cornice (γεῖσον) , ὀφρύσι ἀπ. τὰ ὑπὲρ τῶν ὀμμάτων Xen.

ShortDef

to make to jut out like a cornice

Debugging

Headword:
ἀπογεισόω
Headword (normalized):
ἀπογεισόω
Headword (normalized/stripped):
απογεισοω
IDX:
3960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3961
Key:
a)pogeiso/w

Data

{'content': 'ἀπογεισόω\n to make to jut out like a cornice (γεῖσον) , ὀφρύσι ἀπ. τὰ ὑπὲρ τῶν ὀμμάτων Xen.', 'key': 'a)pogeiso/w'}