Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀδέκαστος
ἀδεκάτευτος
ἀδελφή
ἀδελφιδέος
ἀδελφιδῆ
ἀδελφίδιον
ἀδελφοκτόνος
ἀδελφός
ἀδελφότης
ἀδέξιος
ἀδερκής
ἄδερκτος
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
ἀδευκής
ἀδέψητος
ἀδέω
ἀδήϊος
ἄδηκτος
ἀδηλέω
View word page
ἀδερκής
ἀδερκής δέρκομαι unseen, invisible, Anth.

ShortDef

unseen, invisible

Debugging

Headword:
ἀδερκής
Headword (normalized):
ἀδερκής
Headword (normalized/stripped):
αδερκης
IDX:
396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n396
Key:
a)derkh/s

Data

{'content': 'ἀδερκής\n δέρκομαι\n unseen, invisible, Anth.', 'key': 'a)derkh/s'}