Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποβλαστάνω
ἀποβλάστημα
ἀπόβλεπτος
ἀποβλέπω
ἀποβλητέος
ἀπόβλητος
ἀποβλίττω
ἀποβλύζω
ἀποβολή
ἀποβολιμαῖος
ἀποβόσκομαι
ἀποβουκολέω
ἀποβρίζω
ἀποβροχίζω
ἀποβώμιος
ἀπόγαιος
ἀπογεισόω
ἀπογεύω
ἀπογεφυρόω
ἀπογηράσκω
ἀπογίγνομαι
View word page
ἀποβόσκομαι
ἀποβόσκομαι Mid. to feed upon, καρπόν Ar.

ShortDef

to feed upon

Debugging

Headword:
ἀποβόσκομαι
Headword (normalized):
ἀποβόσκομαι
Headword (normalized/stripped):
αποβοσκομαι
IDX:
3954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3955
Key:
a)pobo/skomai

Data

{'content': 'ἀποβόσκομαι\n Mid. to feed upon, καρπόν Ar.', 'key': 'a)pobo/skomai'}