Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποβιβάζω
ἀποβλάπτω
ἀποβλαστάνω
ἀποβλάστημα
ἀπόβλεπτος
ἀποβλέπω
ἀποβλητέος
ἀπόβλητος
ἀποβλίττω
ἀποβλύζω
ἀποβολή
ἀποβολιμαῖος
ἀποβόσκομαι
ἀποβουκολέω
ἀποβρίζω
ἀποβροχίζω
ἀποβώμιος
ἀπόγαιος
ἀπογεισόω
ἀπογεύω
ἀπογεφυρόω
View word page
ἀποβολή
ἀποβολή ἀποβάλλω a throwing away, Plat. a losing, loss, Lat. jactura, Plat.
ShortDef
a throwing away
Debugging
Headword:
ἀποβολή
Headword (normalized):
ἀποβολή
Headword (normalized/stripped):
αποβολη
IDX:
3952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3953
Key:
a)pobolh/
Data
{'content': 'ἀποβολή\n ἀποβάλλω\n a throwing away, Plat.\n a losing, loss, Lat. jactura, Plat.', 'key': 'a)pobolh/'}