Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπόβασις
ἀποβάτης
ἀποβιάζομαι
ἀποβιβάζω
ἀποβλάπτω
ἀποβλαστάνω
ἀποβλάστημα
ἀπόβλεπτος
ἀποβλέπω
ἀποβλητέος
ἀπόβλητος
ἀποβλίττω
ἀποβλύζω
ἀποβολή
ἀποβολιμαῖος
ἀποβόσκομαι
ἀποβουκολέω
ἀποβρίζω
ἀποβροχίζω
ἀποβώμιος
ἀπόγαιος
View word page
ἀπόβλητος
ἀπόβλητος verb. adj. of ἀποβάλλω. to be thrown away as worthless, Il.
ShortDef
to be thrown away
Debugging
Headword:
ἀπόβλητος
Headword (normalized):
ἀπόβλητος
Headword (normalized/stripped):
αποβλητος
IDX:
3949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3950
Key:
a)po/blhtos
Data
{'content': 'ἀπόβλητος\n verb. adj. of ἀποβάλλω.\n to be thrown away as worthless, Il.', 'key': 'a)po/blhtos'}