Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄπνοος
ἀποβάθρα
ἀποβαίνω
ἀποβάλλω
ἀποβάπτω
ἀπόβασις
ἀποβάτης
ἀποβιάζομαι
ἀποβιβάζω
ἀποβλάπτω
ἀποβλαστάνω
ἀποβλάστημα
ἀπόβλεπτος
ἀποβλέπω
ἀποβλητέος
ἀπόβλητος
ἀποβλίττω
ἀποβλύζω
ἀποβολή
ἀποβολιμαῖος
ἀποβόσκομαι
View word page
ἀποβλαστάνω
ἀποβλαστάνω to shoot forth from, spring from, c. gen., Soph.
ShortDef
to shoot forth from, spring from
Debugging
Headword:
ἀποβλαστάνω
Headword (normalized):
ἀποβλαστάνω
Headword (normalized/stripped):
αποβλαστανω
IDX:
3944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3945
Key:
a)poblasta/nw
Data
{'content': 'ἀποβλαστάνω\n to shoot forth from, spring from, c. gen., Soph.', 'key': 'a)poblasta/nw'}