Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀδείμαντος
ἄδειπνος
ἀδέκαστος
ἀδεκάτευτος
ἀδελφή
ἀδελφιδέος
ἀδελφιδῆ
ἀδελφίδιον
ἀδελφοκτόνος
ἀδελφός
ἀδελφότης
ἀδέξιος
ἀδερκής
ἄδερκτος
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
ἀδευκής
ἀδέψητος
ἀδέω
ἀδήϊος
View word page
ἀδελφότης
ἀδελφότης ἀδελφός the brotherhood, NTest.

ShortDef

the brotherhood

Debugging

Headword:
ἀδελφότης
Headword (normalized):
ἀδελφότης
Headword (normalized/stripped):
αδελφοτης
IDX:
394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n394
Key:
a)delfo/ths

Data

{'content': 'ἀδελφότης\n ἀδελφός\n the brotherhood, NTest.', 'key': 'a)delfo/ths'}