Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἁπλόω
ἀπλυσία
ἄπλυτος
ἁπλῶς
ἀπνευστί
ἄπνευστος
ἄπνοος
ἀποβάθρα
ἀποβαίνω
ἀποβάλλω
ἀποβάπτω
ἀπόβασις
ἀποβάτης
ἀποβιάζομαι
ἀποβιβάζω
ἀποβλάπτω
ἀποβλαστάνω
ἀποβλάστημα
ἀπόβλεπτος
ἀποβλέπω
ἀποβλητέος
View word page
ἀποβάπτω
ἀποβάπτω to dip quite or entirely, ἑωυτόν Hdt.; τι εἴς τι Hdt.
ShortDef
to dip quite
Debugging
Headword:
ἀποβάπτω
Headword (normalized):
ἀποβάπτω
Headword (normalized/stripped):
αποβαπτω
IDX:
3938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3939
Key:
a)poba/ptw
Data
{'content': 'ἀποβάπτω\n to dip quite or entirely, ἑωυτόν Hdt.; τι εἴς τι Hdt.', 'key': 'a)poba/ptw'}