Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄπλοια
ἁπλοΐζομαι
ἁπλοΐς
ἀπλόκαμος
Ἁπλοκύων
ἄπλοος
ἁπλόος
ἁπλότης
ἄπλουτος
ἁπλόω
ἀπλυσία
ἄπλυτος
ἁπλῶς
ἀπνευστί
ἄπνευστος
ἄπνοος
ἀποβάθρα
ἀποβαίνω
ἀποβάλλω
ἀποβάπτω
ἀπόβασις
View word page
ἀπλυσία
ἀπλυσία from ἄπλυτος filthiness, filth, Anth.

ShortDef

filthiness, filth
sponge

Debugging

Headword:
ἀπλυσία
Headword (normalized):
ἀπλυσία
Headword (normalized/stripped):
απλυσια
IDX:
3929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3930
Key:
a)plusi/a1

Data

{'content': 'ἀπλυσία\n from ἄπλυτος\n filthiness, filth, Anth.', 'key': 'a)plusi/a1'}