Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄπλεκτος
ἄπλετος
ἄπλευστος
ἄπληκτος
ἀπλήρωτος
ἀπληστία
ἄπληστος
ἄπλοια
ἁπλοΐζομαι
ἁπλοΐς
ἀπλόκαμος
Ἁπλοκύων
ἄπλοος
ἁπλόος
ἁπλότης
ἄπλουτος
ἁπλόω
ἀπλυσία
ἄπλυτος
ἁπλῶς
ἀπνευστί
View word page
ἀπλόκαμος
ἀπλόκαμος with unbraided hair, Anth.

ShortDef

with unbraided hair

Debugging

Headword:
ἀπλόκαμος
Headword (normalized):
ἀπλόκαμος
Headword (normalized/stripped):
απλοκαμος
IDX:
3922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3923
Key:
a)plo/kamos

Data

{'content': 'ἀπλόκαμος\n with unbraided hair, Anth.', 'key': 'a)plo/kamos'}