Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄπλατος
ἄπλεκτος
ἄπλετος
ἄπλευστος
ἄπληκτος
ἀπλήρωτος
ἀπληστία
ἄπληστος
ἄπλοια
ἁπλοΐζομαι
ἁπλοΐς
ἀπλόκαμος
Ἁπλοκύων
ἄπλοος
ἁπλόος
ἁπλότης
ἄπλουτος
ἁπλόω
ἀπλυσία
ἄπλυτος
ἁπλῶς
View word page
ἁπλοΐς
ἁπλοΐς ἁπλόος simple, single, of a cloak, Hom.
ShortDef
simple, single
Debugging
Headword:
ἁπλοΐς
Headword (normalized):
ἁπλοΐς
Headword (normalized/stripped):
απλοις
IDX:
3921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3922
Key:
a(ploi/+s
Data
{'content': 'ἁπλοΐς\n ἁπλόος\n simple, single, of a cloak, Hom.', 'key': 'a(ploi/+s'}