Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄπλαστος
ἄπλατος
ἄπλεκτος
ἄπλετος
ἄπλευστος
ἄπληκτος
ἀπλήρωτος
ἀπληστία
ἄπληστος
ἄπλοια
ἁπλοΐζομαι
ἁπλοΐς
ἀπλόκαμος
Ἁπλοκύων
ἄπλοος
ἁπλόος
ἁπλότης
ἄπλουτος
ἁπλόω
ἀπλυσία
ἄπλυτος
View word page
ἁπλοΐζομαι
ἁπλοΐζομαι ἁπλοῦς to deal openly or frankly, πρὸς τοὺς φίλους Xen.

ShortDef

to deal openly

Debugging

Headword:
ἁπλοΐζομαι
Headword (normalized):
ἁπλοΐζομαι
Headword (normalized/stripped):
απλοιζομαι
IDX:
3920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3921
Key:
a(ploi/+zomai

Data

{'content': 'ἁπλοΐζομαι\n ἁπλοῦς\n to deal openly or frankly, πρὸς τοὺς φίλους Xen.', 'key': 'a(ploi/+zomai'}