Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀδεής
ἄδεια
ἀδείμαντος
ἄδειπνος
ἀδέκαστος
ἀδεκάτευτος
ἀδελφή
ἀδελφιδέος
ἀδελφιδῆ
ἀδελφίδιον
ἀδελφοκτόνος
ἀδελφός
ἀδελφότης
ἀδέξιος
ἀδερκής
ἄδερκτος
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
ἀδευκής
ἀδέψητος
View word page
ἀδελφοκτόνος
ἀδελφοκτόνος κτείνω murdering a brother or sister, Hdt. (in Ionic form ἀδελφεοκτ-) , Plut.
ShortDef
murdering a brother
Debugging
Headword:
ἀδελφοκτόνος
Headword (normalized):
ἀδελφοκτόνος
Headword (normalized/stripped):
αδελφοκτονος
IDX:
392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n392
Key:
a)delfokto/nos
Data
{'content': 'ἀδελφοκτόνος\n κτείνω\n murdering a brother or sister, Hdt. (in Ionic form ἀδελφεοκτ-) , Plut.', 'key': 'a)delfokto/nos'}