ἄπληστος
πίμπλημι
not to be filled, insatiate, Soph., etc.
c. gen., ἄπλ. χρημάτων insatiate of money, Hdt., etc.
adv., ἀπλήστως ἔχειν to be insatiate, Plat.; ἀπλ. διακεῖσθαι or ἔχειν πρός τι Xen.
{'content': 'ἄπληστος\n πίμπλημι\n not to be filled, insatiate, Soph., etc.\n c. gen., ἄπλ. χρημάτων insatiate of money, Hdt., etc.\n adv., ἀπλήστως ἔχειν to be insatiate, Plat.; ἀπλ. διακεῖσθαι or ἔχειν πρός τι Xen.', 'key': 'a)/plhstos'}