Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπλανής
ἀπλάνητος
ἄπλαστος
ἄπλατος
ἄπλεκτος
ἄπλετος
ἄπλευστος
ἄπληκτος
ἀπλήρωτος
ἀπληστία
ἄπληστος
ἄπλοια
ἁπλοΐζομαι
ἁπλοΐς
ἀπλόκαμος
Ἁπλοκύων
ἄπλοος
ἁπλόος
ἁπλότης
ἄπλουτος
ἁπλόω
View word page
ἄπληστος
ἄπληστος πίμπλημι not to be filled, insatiate, Soph., etc. c. gen., ἄπλ. χρημάτων insatiate of money, Hdt., etc. adv., ἀπλήστως ἔχειν to be insatiate, Plat.; ἀπλ. διακεῖσθαι or ἔχειν πρός τι Xen.

ShortDef

not to be filled, insatiate

Debugging

Headword:
ἄπληστος
Headword (normalized):
ἄπληστος
Headword (normalized/stripped):
απληστος
IDX:
3918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3919
Key:
a)/plhstos

Data

{'content': 'ἄπληστος\n πίμπλημι\n not to be filled, insatiate, Soph., etc.\n c. gen., ἄπλ. χρημάτων insatiate of money, Hdt., etc.\n adv., ἀπλήστως ἔχειν to be insatiate, Plat.; ἀπλ. διακεῖσθαι or ἔχειν πρός τι Xen.', 'key': 'a)/plhstos'}