Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπλακία
ἀπλανής
ἀπλάνητος
ἄπλαστος
ἄπλατος
ἄπλεκτος
ἄπλετος
ἄπλευστος
ἄπληκτος
ἀπλήρωτος
ἀπληστία
ἄπληστος
ἄπλοια
ἁπλοΐζομαι
ἁπλοΐς
ἀπλόκαμος
Ἁπλοκύων
ἄπλοος
ἁπλόος
ἁπλότης
ἄπλουτος
View word page
ἀπληστία
ἀπληστία from ἄπληστος insatiate desire, greediness, Plat.; τινός of or for a thing, Eur., Plat.

ShortDef

insatiate desire, greediness

Debugging

Headword:
ἀπληστία
Headword (normalized):
ἀπληστία
Headword (normalized/stripped):
απληστια
IDX:
3917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3918
Key:
a)plhsti/a

Data

{'content': 'ἀπληστία\n from ἄπληστος\n insatiate desire, greediness, Plat.; τινός of or for a thing, Eur., Plat.', 'key': 'a)plhsti/a'}