Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπιτέος
ἀπλακία
ἀπλανής
ἀπλάνητος
ἄπλαστος
ἄπλατος
ἄπλεκτος
ἄπλετος
ἄπλευστος
ἄπληκτος
ἀπλήρωτος
ἀπληστία
ἄπληστος
ἄπλοια
ἁπλοΐζομαι
ἁπλοΐς
ἀπλόκαμος
Ἁπλοκύων
ἄπλοος
ἁπλόος
ἁπλότης
View word page
ἀπλήρωτος
ἀπλήρωτος insatiable, Luc., Anth.

ShortDef

insatiable

Debugging

Headword:
ἀπλήρωτος
Headword (normalized):
ἀπλήρωτος
Headword (normalized/stripped):
απληρωτος
IDX:
3916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3917
Key:
a)plh/rwtos

Data

{'content': 'ἀπλήρωτος\n insatiable, Luc., Anth.', 'key': 'a)plh/rwtos'}