Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπισχυρίζομαι
ἀπίσχω
ἀπιτέος
ἀπλακία
ἀπλανής
ἀπλάνητος
ἄπλαστος
ἄπλατος
ἄπλεκτος
ἄπλετος
ἄπλευστος
ἄπληκτος
ἀπλήρωτος
ἀπληστία
ἄπληστος
ἄπλοια
ἁπλοΐζομαι
ἁπλοΐς
ἀπλόκαμος
Ἁπλοκύων
ἄπλοος
View word page
ἄπλευστος
ἄπλευστος πλέω not navigated: τὸ ἄπλ. a part of the sea not yet navigated, Xen.

ShortDef

not navigated

Debugging

Headword:
ἄπλευστος
Headword (normalized):
ἄπλευστος
Headword (normalized/stripped):
απλευστος
IDX:
3914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3915
Key:
a)/pleustos

Data

{'content': 'ἄπλευστος\n πλέω\n not navigated: τὸ ἄπλ. a part of the sea not yet navigated, Xen.', 'key': 'a)/pleustos'}