Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπιστοσύνη
ἀπισχυρίζομαι
ἀπίσχω
ἀπιτέος
ἀπλακία
ἀπλανής
ἀπλάνητος
ἄπλαστος
ἄπλατος
ἄπλεκτος
ἄπλετος
ἄπλευστος
ἄπληκτος
ἀπλήρωτος
ἀπληστία
ἄπληστος
ἄπλοια
ἁπλοΐζομαι
ἁπλοΐς
ἀπλόκαμος
Ἁπλοκύων
View word page
ἄπλετος
ἄπλετος prob. from !πλε, πίμπλημι boundless, immense, Hdt., Attic

ShortDef

boundless, immense

Debugging

Headword:
ἄπλετος
Headword (normalized):
ἄπλετος
Headword (normalized/stripped):
απλετος
IDX:
3913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3914
Key:
a)/pletos

Data

{'content': 'ἄπλετος\n prob. from !πλε, πίμπλημι\n boundless, immense, Hdt., Attic', 'key': 'a)/pletos'}