Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄδαστος
ἀδεής
ἄδεια
ἀδείμαντος
ἄδειπνος
ἀδέκαστος
ἀδεκάτευτος
ἀδελφή
ἀδελφιδέος
ἀδελφιδῆ
ἀδελφίδιον
ἀδελφοκτόνος
ἀδελφός
ἀδελφότης
ἀδέξιος
ἀδερκής
ἄδερκτος
ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
ἀδευκής
View word page
ἀδελφίδιον
ἀδελφίδιον Dim. of ἀδελφός, Ar.

ShortDef

diminutive of ἀδελφός, brother

Debugging

Headword:
ἀδελφίδιον
Headword (normalized):
ἀδελφίδιον
Headword (normalized/stripped):
αδελφιδιον
IDX:
391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n391
Key:
a)delfi/dion

Data

{'content': 'ἀδελφίδιον\n Dim. of ἀδελφός, Ar.', 'key': 'a)delfi/dion'}