Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπινύσσω
ἄπιον
ἄπιος
ἄπιος2
ἀπιπόω
ἀπισόω
Ἆπις
ἀπιστέω
ἀπιστία
ἄπιστος
ἀπιστοσύνη
ἀπισχυρίζομαι
ἀπίσχω
ἀπιτέος
ἀπλακία
ἀπλανής
ἀπλάνητος
ἄπλαστος
ἄπλατος
ἄπλεκτος
ἄπλετος
View word page
ἀπιστοσύνη
ἀπιστοσύνη = ἀπιστία, Eur.
ShortDef
unbelief, distrust
Debugging
Headword:
ἀπιστοσύνη
Headword (normalized):
ἀπιστοσύνη
Headword (normalized/stripped):
απιστοσυνη
IDX:
3903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3904
Key:
a)pistosu/nh
Data
{'content': 'ἀπιστοσύνη\n = ἀπιστία, Eur.', 'key': 'a)pistosu/nh'}