Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπευθής
ἀπευθύνω
ἀπευκτός
ἀπευνάζω
ἀπεύχετος
ἀπεύχομαι
ἄπεφθος
ἀπεχθαίρω
ἀπεχθάνομαι
ἀπέχθεια
ἀπέχθημα
ἀπεχθής
ἀπέχθομαι
ἀπέχω
ἀπηθέω
ἀπηλεγέως
ἀπηλιαστής
ἀπηλιώτης
ἀπήμαντος
ἀπημοσύνη
ἀπήμων
View word page
ἀπέχθημα
ἀπέχθημα ἀπεχθάνομαι an object of hate, Eur.
ShortDef
an object of hate
Debugging
Headword:
ἀπέχθημα
Headword (normalized):
ἀπέχθημα
Headword (normalized/stripped):
απεχθημα
IDX:
3869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3870
Key:
a)pe/xqhma
Data
{'content': 'ἀπέχθημα\n ἀπεχθάνομαι\n an object of hate, Eur.', 'key': 'a)pe/xqhma'}