Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀδαμαντόδετος
ἀδάμας
ἀδάμαστος
ἀδάματος
ἀδάπανος
ἄδαστος
ἀδεής
ἄδεια
ἀδείμαντος
ἄδειπνος
ἀδέκαστος
ἀδεκάτευτος
ἀδελφή
ἀδελφιδέος
ἀδελφιδῆ
ἀδελφίδιον
ἀδελφοκτόνος
ἀδελφός
ἀδελφότης
ἀδέξιος
ἀδερκής
View word page
ἀδέκαστος
ἀδέκαστος δεκάζω unbribed, Arist.:—comp. adv. -ότερον Luc.
ShortDef
unbribed
Debugging
Headword:
ἀδέκαστος
Headword (normalized):
ἀδέκαστος
Headword (normalized/stripped):
αδεκαστος
IDX:
386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n386
Key:
a)de/kastos
Data
{'content': 'ἀδέκαστος\n δεκάζω\n unbribed, Arist.:—comp. adv. -ότερον Luc.', 'key': 'a)de/kastos'}