Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπεριμέριμνος
ἀπερίοπτος
ἀπερίσκεπτος
ἀπερίτμητος
ἀπερίτροπος
ἀπέρρω
ἀπερυθριάω
ἀπερύκω
ἀπερύω
ἀπέρχομαι
ἀπερωεύς
ἀπερωέω
ἀπέρωτος
ἀπεσθίω
ἀπεσσούα
ἀπεστώ
ἀπέτηλος
ἀπευθής
ἀπευθύνω
ἀπευκτός
ἀπευνάζω
View word page
ἀπερωεύς
ἀπερωεύς ἀπερωέω a thwarter, Il.
ShortDef
a thwarter
Debugging
Headword:
ἀπερωεύς
Headword (normalized):
ἀπερωεύς
Headword (normalized/stripped):
απερωευς
IDX:
3852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3853
Key:
a)perweu/s
Data
{'content': 'ἀπερωεύς\n ἀπερωέω\n a thwarter, Il.', 'key': 'a)perweu/s'}