Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁπερεί
ἀπερείσιος
ἀπεριλάλητος
ἀπερίληπτος
ἀπεριμέριμνος
ἀπερίοπτος
ἀπερίσκεπτος
ἀπερίτμητος
ἀπερίτροπος
ἀπέρρω
ἀπερυθριάω
ἀπερύκω
ἀπερύω
ἀπέρχομαι
ἀπερωεύς
ἀπερωέω
ἀπέρωτος
ἀπεσθίω
ἀπεσσούα
ἀπεστώ
ἀπέτηλος
View word page
ἀπερυθριάω
ἀπερυθριάω to put away blushes, to be past blushing, Ar.

ShortDef

to put away blushes, to be past blushing

Debugging

Headword:
ἀπερυθριάω
Headword (normalized):
ἀπερυθριάω
Headword (normalized/stripped):
απερυθριαω
IDX:
3848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3849
Key:
a)peruqria/w

Data

{'content': 'ἀπερυθριάω\n to put away blushes, to be past blushing, Ar.', 'key': 'a)peruqria/w'}