Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπερείδω
ἁπερεί
ἀπερείσιος
ἀπεριλάλητος
ἀπερίληπτος
ἀπεριμέριμνος
ἀπερίοπτος
ἀπερίσκεπτος
ἀπερίτμητος
ἀπερίτροπος
ἀπέρρω
ἀπερυθριάω
ἀπερύκω
ἀπερύω
ἀπέρχομαι
ἀπερωεύς
ἀπερωέω
ἀπέρωτος
ἀπεσθίω
ἀπεσσούα
ἀπεστώ
View word page
ἀπέρρω
ἀπέρρω to go away, be gone, Eur.: ἄπερρε away, begone, Lat. abi in malam rem, Ar.

ShortDef

to go away, be gone

Debugging

Headword:
ἀπέρρω
Headword (normalized):
ἀπέρρω
Headword (normalized/stripped):
απερρω
IDX:
3847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3848
Key:
a)pe/rrw

Data

{'content': 'ἀπέρρω\n to go away, be gone, Eur.: ἄπερρε away, begone, Lat. abi in malam rem, Ar.', 'key': 'a)pe/rrw'}