Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπεργάζομαι
ἀπεργασία
ἀπεργαστικός
ἀπέρδω
ἀπερείδω
ἁπερεί
ἀπερείσιος
ἀπεριλάλητος
ἀπερίληπτος
ἀπεριμέριμνος
ἀπερίοπτος
ἀπερίσκεπτος
ἀπερίτμητος
ἀπερίτροπος
ἀπέρρω
ἀπερυθριάω
ἀπερύκω
ἀπερύω
ἀπέρχομαι
ἀπερωεύς
ἀπερωέω
View word page
ἀπερίοπτος
ἀπερίοπτος περιόψομαι, fut. of περιοράω unregarding, reckless of, πάντων Thuc.

ShortDef

unregarding, reckless of

Debugging

Headword:
ἀπερίοπτος
Headword (normalized):
ἀπερίοπτος
Headword (normalized/stripped):
απεριοπτος
IDX:
3843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3844
Key:
a)peri/optos

Data

{'content': 'ἀπερίοπτος\n περιόψομαι, fut. of περιοράω\n unregarding, reckless of, πάντων Thuc.', 'key': 'a)peri/optos'}