Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀδάκρυτος
ἀδαμάντινος
ἀδαμαντόδετος
ἀδάμας
ἀδάμαστος
ἀδάματος
ἀδάπανος
ἄδαστος
ἀδεής
ἄδεια
ἀδείμαντος
ἄδειπνος
ἀδέκαστος
ἀδεκάτευτος
ἀδελφή
ἀδελφιδέος
ἀδελφιδῆ
ἀδελφίδιον
ἀδελφοκτόνος
ἀδελφός
ἀδελφότης
View word page
ἀδείμαντος
ἀδείμαντος δειμαίνω fearless, dauntless, Pind., etc.:—adv. -τως, Aesch. where no fear is, οἰκία Luc.
ShortDef
Adimantus
fearless, dauntless
Debugging
Headword:
ἀδείμαντος
Headword (normalized):
ἀδείμαντος
Headword (normalized/stripped):
αδειμαντος
IDX:
384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n384
Key:
a)dei/mantos
Data
{'content': 'ἀδείμαντος\n δειμαίνω\n fearless, dauntless, Pind., etc.:—adv. -τως, Aesch.\n where no fear is, οἰκία Luc.', 'key': 'a)dei/mantos'}