Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπέπαντος
ἀπέπειρος
ἄπεπλος
ἀπεραντολογία
ἀπεραντολόγος
ἀπέραντος
ἀπεργάζομαι
ἀπεργασία
ἀπεργαστικός
ἀπέρδω
ἀπερείδω
ἁπερεί
ἀπερείσιος
ἀπεριλάλητος
ἀπερίληπτος
ἀπεριμέριμνος
ἀπερίοπτος
ἀπερίσκεπτος
ἀπερίτμητος
ἀπερίτροπος
ἀπέρρω
View word page
ἀπερείδω
ἀπερείδω to rest, fix, settle, τὴν ὄψιν πρός τι Luc. intr. = Pass. to rest upon, Luc. mostly as Pass., with fut. and aor1 mid., to support oneself upon, rest upon a thing, c. dat., Xen., etc.; εἴς τι Plat.

ShortDef

to rest, fix, settle

Debugging

Headword:
ἀπερείδω
Headword (normalized):
ἀπερείδω
Headword (normalized/stripped):
απερειδω
IDX:
3837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3838
Key:
a)perei/dw

Data

{'content': 'ἀπερείδω\n to rest, fix, settle, τὴν ὄψιν πρός τι Luc.\n intr. = Pass. to rest upon, Luc.\n mostly as Pass., with fut. and aor1 mid., to support oneself upon, rest upon a thing, c. dat., Xen., etc.; εἴς τι Plat.', 'key': 'a)perei/dw'}