Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπεοικώς
ἀπέπαντος
ἀπέπειρος
ἄπεπλος
ἀπεραντολογία
ἀπεραντολόγος
ἀπέραντος
ἀπεργάζομαι
ἀπεργασία
ἀπεργαστικός
ἀπέρδω
ἀπερείδω
ἁπερεί
ἀπερείσιος
ἀπεριλάλητος
ἀπερίληπτος
ἀπεριμέριμνος
ἀπερίοπτος
ἀπερίσκεπτος
ἀπερίτμητος
ἀπερίτροπος
View word page
ἀπέρδω
ἀπέρδω to bring to an end, finish, Hdt.

ShortDef

to bring to an end, finish

Debugging

Headword:
ἀπέρδω
Headword (normalized):
ἀπέρδω
Headword (normalized/stripped):
απερδω
IDX:
3836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3837
Key:
a)pe/rdw

Data

{'content': 'ἀπέρδω\n to bring to an end, finish, Hdt.', 'key': 'a)pe/rdw'}