Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπεξαιρέω
ἀπέξ
ἀπεοικώς
ἀπέπαντος
ἀπέπειρος
ἄπεπλος
ἀπεραντολογία
ἀπεραντολόγος
ἀπέραντος
ἀπεργάζομαι
ἀπεργασία
ἀπεργαστικός
ἀπέρδω
ἀπερείδω
ἁπερεί
ἀπερείσιος
ἀπεριλάλητος
ἀπερίληπτος
ἀπεριμέριμνος
ἀπερίοπτος
ἀπερίσκεπτος
View word page
ἀπεργασία
ἀπεργασία ἀπεργάζομαι a finishing off, completing, of painters, Plat. a making, producing, Plat. a business, trade, Plat.

ShortDef

a finishing off, completing

Debugging

Headword:
ἀπεργασία
Headword (normalized):
ἀπεργασία
Headword (normalized/stripped):
απεργασια
IDX:
3834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3835
Key:
a)pergasi/a

Data

{'content': 'ἀπεργασία\n ἀπεργάζομαι\n a finishing off, completing, of painters, Plat.\n a making, producing, Plat.\n a business, trade, Plat.', 'key': 'a)pergasi/a'}