Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπεναρίζω
ἀπενθής
ἀπένθητος
ἀπενιαυτέω
ἀπεννέπω
ἀπεξαιρέω
ἀπέξ
ἀπεοικώς
ἀπέπαντος
ἀπέπειρος
ἄπεπλος
ἀπεραντολογία
ἀπεραντολόγος
ἀπέραντος
ἀπεργάζομαι
ἀπεργασία
ἀπεργαστικός
ἀπέρδω
ἀπερείδω
ἁπερεί
ἀπερείσιος
View word page
ἄπεπλος
ἄπεπλος unrobed, clad in the tunic only, Pind.: λευκῶν φαρέων ἄπεπλος not clad in white robes, i. e. in black, Eur.
ShortDef
unrobed, clad in the tunic only
Debugging
Headword:
ἄπεπλος
Headword (normalized):
ἄπεπλος
Headword (normalized/stripped):
απεπλος
IDX:
3829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3830
Key:
a)/peplos
Data
{'content': 'ἄπεπλος\n unrobed, clad in the tunic only, Pind.: λευκῶν φαρέων ἄπεπλος not clad in white robes, i. e. in black, Eur.', 'key': 'a)/peplos'}