Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπελπίζω
ἀπεμέω
ἀπεμπολάω
ἀπεναντίον
ἀπέναντι
ἀπεναρίζω
ἀπενθής
ἀπένθητος
ἀπενιαυτέω
ἀπεννέπω
ἀπεξαιρέω
ἀπέξ
ἀπεοικώς
ἀπέπαντος
ἀπέπειρος
ἄπεπλος
ἀπεραντολογία
ἀπεραντολόγος
ἀπέραντος
ἀπεργάζομαι
ἀπεργασία
View word page
ἀπεξαιρέω
ἀπεξαιρέω to take out, remove, τί τινος Eur.

ShortDef

to take out, remove

Debugging

Headword:
ἀπεξαιρέω
Headword (normalized):
ἀπεξαιρέω
Headword (normalized/stripped):
απεξαιρεω
IDX:
3824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3825
Key:
a)pecaire/w

Data

{'content': 'ἀπεξαιρέω\n to take out, remove, τί τινος Eur.', 'key': 'a)pecaire/w'}