Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπελέγχω
ἀπέλεθρος
ἀπελευθερία
ἀπελευθερικός
ἀπελεύθερος
ἀπελευθερόω
ἀπελευθέρωσις
ἀπελλάζω
ἀπελπίζω
ἀπεμέω
ἀπεμπολάω
ἀπεναντίον
ἀπέναντι
ἀπεναρίζω
ἀπενθής
ἀπένθητος
ἀπενιαυτέω
ἀπεννέπω
ἀπεξαιρέω
ἀπέξ
ἀπεοικώς
View word page
ἀπεμπολάω
ἀπεμπολάω to sell, Eur.; ἀπ. τί τινος or ἀντί τινος to sell for a thing, Xen., Eur.; ἀπ. τινὰ χθονός to smuggle one out of the country, Eur.:—Pass., ἀπεμπολώμενοι bought and sold, " Ar.

ShortDef

to sell

Debugging

Headword:
ἀπεμπολάω
Headword (normalized):
ἀπεμπολάω
Headword (normalized/stripped):
απεμπολαω
IDX:
3816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3817
Key:
a)pempola/w

Data

{'content': 'ἀπεμπολάω\n to sell, Eur.; ἀπ. τί τινος or ἀντί τινος to sell for a thing, Xen., Eur.; ἀπ. τινὰ χθονός to smuggle one out of the country, Eur.:—Pass., ἀπεμπολώμενοι bought and sold, " Ar.', 'key': 'a)pempola/w'}