Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπέκτητος
ἀπελαύνω
ἀπελεγμός
ἀπελέγχω
ἀπέλεθρος
ἀπελευθερία
ἀπελευθερικός
ἀπελεύθερος
ἀπελευθερόω
ἀπελευθέρωσις
ἀπελλάζω
ἀπελπίζω
ἀπεμέω
ἀπεμπολάω
ἀπεναντίον
ἀπέναντι
ἀπεναρίζω
ἀπενθής
ἀπένθητος
ἀπενιαυτέω
ἀπεννέπω
View word page
ἀπελλάζω
ἀπελλάζω Laconic for ἐκκλησιάζω, Plut.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπελλάζω
Headword (normalized):
ἀπελλάζω
Headword (normalized/stripped):
απελλαζω
IDX:
3813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3814
Key:
a)pella/zw

Data

{'content': 'ἀπελλάζω\n Laconic for ἐκκλησιάζω, Plut.', 'key': 'a)pella/zw'}