Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπεκλανθάνομαι
ἀπέκ
ἀπέκτητος
ἀπελαύνω
ἀπελεγμός
ἀπελέγχω
ἀπέλεθρος
ἀπελευθερία
ἀπελευθερικός
ἀπελεύθερος
ἀπελευθερόω
ἀπελευθέρωσις
ἀπελλάζω
ἀπελπίζω
ἀπεμέω
ἀπεμπολάω
ἀπεναντίον
ἀπέναντι
ἀπεναρίζω
ἀπενθής
ἀπένθητος
View word page
ἀπελευθερόω
ἀπελευθερόω from ἀπελεύθερος to emancipate a slave, Plat.
ShortDef
to emancipate
Debugging
Headword:
ἀπελευθερόω
Headword (normalized):
ἀπελευθερόω
Headword (normalized/stripped):
απελευθεροω
IDX:
3811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3812
Key:
a)peleuqero/w
Data
{'content': 'ἀπελευθερόω\n from ἀπελεύθερος\n to emancipate a slave, Plat.', 'key': 'a)peleuqero/w'}