Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπέκδυσις
ἀπεκλανθάνομαι
ἀπέκ
ἀπέκτητος
ἀπελαύνω
ἀπελεγμός
ἀπελέγχω
ἀπέλεθρος
ἀπελευθερία
ἀπελευθερικός
ἀπελεύθερος
ἀπελευθερόω
ἀπελευθέρωσις
ἀπελλάζω
ἀπελπίζω
ἀπεμέω
ἀπεμπολάω
ἀπεναντίον
ἀπέναντι
ἀπεναρίζω
ἀπενθής
View word page
ἀπελεύθερος
ἀπελεύθερος an emancipated slave, a freedman, Lat. libertus, Plat., Xen.
ShortDef
an emancipated slave, a freedman
Debugging
Headword:
ἀπελεύθερος
Headword (normalized):
ἀπελεύθερος
Headword (normalized/stripped):
απελευθερος
IDX:
3810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3811
Key:
a)peleu/qeros
Data
{'content': 'ἀπελεύθερος\n an emancipated slave, a freedman, Lat. libertus, Plat., Xen.', 'key': 'a)peleu/qeros'}